ἰσουψεῖς

ἰσουψεῖς
ἰσουψής
of equal height
masc/fem acc pl
ἰσουψής
of equal height
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοϋψείς καμπύλες — Γραμμές που χαράσσονται σε τοπογραφικούς χάρτες και διαγράμματα και ενώνουν τα σημεία της επιφάνειας του εδάφους που βρίσκονται στο ίδιο κατακόρυφο ύψος από τη στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας. Επειδή οι ι.κ. βρίσκονται πάνω σε οριζόντια… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ισοϋψής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το ίδιο ύψος: Ισοϋψείς καμπύλες. – Ισοϋψείς κορυφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

  • ορεομετρία — η χαρτογραφική αναπαράσταση τού αναγλύφου τού εδάφους με ισοϋψείς καμπύλες, σκιάσεις ή χρώματα …   Dictionary of Greek

  • οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”